Μινωικός Πολιτισμός

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ 1

Η ανασκαφική έρευνα στον λόφο Κεφάλα της Κνωσού ξεκίνησε το 1878 από τον ηρακλειώτη έμπορα Μίνωα Καλοκαιρινό, ο οποίος εντόπισε τις δυτικές αποθήκες και τμήμα της δυτικής πρόσοψης του ανακτόρου. Στις αποθήκες βρέθηκαν 12 μεγάλα πυθάρια τα οποία δόθηκαν σε διάφορα μουσεία.Δόθηκε από ένα στα μουσεία Λονδίνου, Παρισιού, Ρώμης, Αθηνών,στον διάδοχο Κωνσταντίνο και τρία στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ηρακλείου. Τα υπόλοιπα πυθάρια καθώς και άλλα εκθέματα, από την ανασκαφή φυλάσσονται στην οικία του Μίνωα Καλοκαιρινού (στην θέση του σημερινού Ιστορικού Μουσείου
Κρήτης) και καταστράφηκαν τον Αύγουστο το 1898 όταν κάηκε η οικία του Μίνωα Καλοκαιρινού κατά την διάρκεια των ταραχών που προκάλεσαν οι Τούρκοι στην πόλη του Ηρακλείου.

Μίνωας Καλοκαιρινός

Μετά τον Μίνωα Καλοκαρινό προσπάθησαν να κάνουν ανασκαφές στην Κνωσό ο πρόξενος της Αμερικής W. Stillmen, ο ανασκαφέας της Τροίας και των Μυκηνών H.Schliemann και ο Γάλλος M. Joubin, αλλά όλοι απέτυχαν στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους ιδιοκτήτες του λοφού Κεφάλα. Το 1894 ήρθε στην Κρήτη ο Βρετανός αρχαιολόγος A. Evans ο οποίος μελετούσε τα ιερογλυφικά σύμβολα των σφραγίδων.


Το 1898 η Κρητική Πολιτεία θέσπισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούσαν ιδιοκτησία του κράτους, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την έναρξη αρχαιολογικών ερευνών στο νησί. Ο A. Evans κατόρθωσε να αγοράσει τον λόφο Κεφάλα και στις 23 Μαρτίου του 1900 άρχισε τις ανασκαφές στην Κνωσό τις οποίες και χρηματοδότησε. Στο τέλος του 1900 ο Evans ανέσκαψε όλο το δυτικό τμήμα του ανακτόρου,ενώ στο τέλος του 1902 το ανάκτοροείχε πλήρως ανασκαφεί. Το 1903 εντοπίστηκαν τα θησαυροφυλάκια του Τριμερές Ιερού και τα ειδώλια που παριστάνουν τις “Θεές των Όφεων”.

ανασκαφές Evans στην Κνωσσό

Επίσης βρέθηκαν περιμετρικά του ανακτόρου το θέατρο , η νεκρόπολη, η νοτιοανατολική οικία, η βασιλική βίλα, το Μικρό Ανάκτορο, ο τάφος των Ισοπάτων. Οι ανασκαφές σταμάτησαν προσωρινά στον Α´ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913) και στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Το 1922 ο A. Evans ανέσκαψε την “οικία των Τοιχογραφιών” και την “Υπόστηλη Κλίμακα”. Παράλληλα αυτή την περίοδο ο Evans έκανε ανασκαφές στις Αρχάνες και στον Κατσαμπά όπου βρίσκονταν το επίνειο της Κνωσού. Οι ανασκαφές ολοκληρώθηκαν το 1930-1931 με την έρευνα της δυτικής αυλής και τον εντοπισμό του Τάφου Ιερού νοτιοανατολικά του ανακτόρου της Κνωσού.

Βασικός συνεργάτης του Evans ήταν ο αρχαιολόγος D. Mackenzie ο οποίος τηρούσε τα ημερολόγια της ανασκαφής. Συνεργάτες του επίσης ήταν ο αρχιτέκτονας Chr. Doll και οι ζωγράφοι Gillieron πατέρας και γιος. Ο A. Evans πραγματοποίησε εκτεταμένα αναστηλώσεις του ανακτόρου για τις οποίες μεταγενέστερα δέχθηκε κριτική. Την περίοδο 1921-1935 ο A. Evans δημοσίευσε την εξάτομη εργασία του ” The Palace of Minos at Knossos ”που αποτελεί την “βίβλο της μινωικής αρχαιολογίας”.

Ο A. Evans έγινε επίτιμος δημότης της πόλης του Ηρακλείου, ενώ το 1935 ήταν παρών στην τελετή αποκάλυψης της προτομής του στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Ο A. Evans πέθανε το 1941 σε ηλικία 90 ετών μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς. Στην αρχή των ανασκαφών ο Evans έμενε στην οικία του τούρκου ιδιοκτήτη του λόφου Κεφάλα ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην “βίλα Αριάδνη” η οποία χτίστηκε το 1926 υπό την εποπτεία του αρχιτέκτονα Chr. Doll. Το 1927 η “βίλα Αριάδνη” δόθηκε στην αγγλική αρχαιολογική αποστολή, ενώ από το 1955 αποτελεί ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους.

Στην βίλα Αριάδνη όπου την κατοχή εγκαταστάθηκε η γερμανική διοίκηση, υπογράφηκε στις 9 Μαΐου 1945 η άνευ όρων παράδοση στους συμμάχους των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Κρήτη. Στις πρώτες δεκαετίες μετά το πόλεμο στο ανάκτορο της Κνωσού πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης από τους έφορους αρχαιοτήτων και καθηγητές Ν. Πλάτωνας και Στ. Αλεξίου.

Από το 1976 εκδόθηκε προεδρικό Διάταγμα που καθόρισε μια μεγάλη αδόμητη ζώνη προστασίασ του αρχαιολογικού χώρου. Εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και στερέωσης του ανακτόρου καθώς και των περιφερειακών μνημείων συνεχίζεται και σήμερα από την Επιστημονική Επιτροπή Κνωσού και το Γραφείο Κνωσού.